- άτριφτος
- -η, -ο (AM ἄτριπτος -ον)1. ατριβής, αυτός που δεν έχει φθαρεί ή σκληρυνθεί από την πολλή χρήση2. (για στάρι) ανάλεστος, ακοπάνιστος3. αγύμναστος, άπειρος, άμαθοςνεοελλ.αυτός που δεν επιδέχεται τριβή, που δεν μπορεί να τον τρίψει κανείςαρχ.1. (για το ψωμί) αζύμωτος2. (για το σιτάρι) που δεν έχει τριφτεί στο αλώνι3. (για τόπο) άβατος, απάτητος.
Dictionary of Greek. 2013.